- κλυτόκαρπος
- κλῠτό-καρπος, ον,A glorious with fruit,
κ. στέφανοι Pi.N.4.76
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. στέφανοι Pi.N.4.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλυτόκαρπος — κλυτόκαρπος, ον (Α) ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό καρπος, λεπτό καρπος)] … Dictionary of Greek
κλυτοκάρπων — κλυτόκαρπος glorious with fruit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek